- αδημαγώγητος
- -η, -οαυτός που δεν παραπλανήθηκε από δημαγωγούς: Είναι πολύ δύσκολο για ένα λαό να μείνει αδημαγώγητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδημαγώγητος — η, ο [δημαγωγώ] αυτός που δεν παραπλανιέται ή δεν παραπλανήθηκε από δημαγωγούς ή δημαγωγικά συνθήματα … Dictionary of Greek
αδημοκόπητος — η, ο [δημοκοπώ] ο αδημαγώγητος* … Dictionary of Greek
αδημοκόπητος — η, ο αδημαγώγητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)